απαράλλαχτος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαράλλακτος, -ον)
αυτός που δεν παρουσιάζει παραλλαγές, ή διαφορές σχετικά με κάποιον άλλο, ο εντελώς όμοιος («ίδιος κι απαράλλαχτος»)
αρχ.-μσν.
ο αμετάβλητος.