απελπιστικός

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που προκαλεί απελπισία, που δεν δικαιολογεί καμιά ελπίδα («η κατάσταση του είναι απελπιστική»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < απελπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel].