απηνόφρων

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

ἀπηνόφρων, -ον (Α)
απηνής στις διαθέσεις, σκληρός, θηριώδης.