ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
-ή, -όν (Α ἁπλοϊκός, -ή, -όν)απλός στους τρόπους, φυσικός, ανεπιτήδευτος -νεοελλ.αφελής, υπερβολικά αγαθός.