μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof
1. κάνω κάποιον βλάκα2. (μέσ., -ομαι) καταντώ βλάκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βλαξ, βλακός. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Δ. Λέριο].