αποδημώ

Greek Monolingual

(AM ἀποδημῶ, -έω) απόδημος
1. φεύγω από την πατρίδα, ταξιδεύω στο εξωτερικό
2. είμαι μακριά από κάπου
μσν.- νεοελλ.
αποδημώ ή «ἀποδημῶ εἰς Κύριον» — πεθαίνω
μσν.
1. σταματώ να κάνω κάτι
2. καταφεύγω σε κάτι.