τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
η
1. στέρηση ή έλλειψη θάρρους, αποκαρδίωση
2. η αποτροπή από του να κάνει κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γεώργ. Παπασλιώτη].