αποθησαύριση

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

η
1. η συγκέντρωση, η συλλογή υλικών ή πνευματικών αγαθών
2. (για λέξεις) η καταγραφή, η καταχώριση σε λεξικό αθησαύριστων λέξεων, η κατάρτιση λεξικού
3. η απόσπαση χρήματος, συνήθως χρυσού, από την ενεργό κυκλοφορία και η συσσώρευσή του πέρα από τα πιστωτικά ιδρύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθησαυρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δημήτριο Βικέλα].