Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποικώ

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

(Α ἀποικῶ, -έω)
εγκαθιστώ αποικία σε μια περιοχή
αρχ.
1. κατοικώ μακριά από κάποιον τόπο
2. μεταναστεύω.