απολίτιστος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο
ο μη πολιτισμένος, ο άξεστος, ο βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πολιτισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδ. Κοραή].