απομυζώ

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

(Α ἀπομυζῶ, -άω) μυζώ
βυζαίνω, ρουφώ
νεοελλ.
εξαντλώ αφαιρώντας τους πόρους ή τις δυνάμεις, εκμεταλλεύομαι.