απομύζηση

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

η
1. βυζαγμα, απορρόφηση
2. βαθμιαία αφαίρεση πόρων ή δυνάμεων, εκμετάλλευση, αφαίμαξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απομυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].