αποπάνω

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

Greek Monolingual

(Μ ἀποπάνω) επίρρ.
1. από το επάνω μέρος
2. από ψηλά, από τον ουρανό
3. επάνω από κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
(με το άρθρο) οι αποπάνω
1. αυτοί που βρίσκονται σε ψηλότερο σημείο ή σε πλεονεκτική θέση
2. οι επικεφαλής.