απορροφητικός

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο ικανός ή χρήσιμος για απορρόφηση
2. φρ. «απορροφητικός χάρτης» — στυπόχαρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά -Λεβαδέως].