αποστολέας

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἀποστολεύς) αποστέλλω
αυτός που αποστέλλει κάτι σε κάποιον
νεοελλ.
1. αυτός που στέλνει επιστολή, τηλεγράφημα ή δέμα, σημειώνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του
2. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων τα οποία παραδίδονται σ' αυτόν
αρχ.
άρχοντας στην Αθήνα του οποίου έργο ήταν να εξοπλίζει μοίρα του στόλου για υπηρεσία της πόλης.