αποστράγγιση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. το να στραγγίζει κανείς κάτι εντελώς, να του αφαιρεί τα υγρά
2. η αποξήρανση ελώδους τόπου με αποχέτευση των υδάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποστραγγίζω. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία 2. από το 1879 στον Παναγ. Γεννάδιο, ως απόδοση του γαλλ. drainage].