αποτράβηγμα

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

το
1. το να αποτραβιέται κανείς από κάτι, η απομάκρυνση
2. η έκταση, το τέντωμα.