απροσεξία

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

η (AM ἀπροσεξία) απρόσεκτος
1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα
2. απερισκεψία
νεοελλ.
το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής.