Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απόλυμα

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

το (Α ἀπόλυμα)
1. το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο (απόλυμα των μαθητών, των ζωντανών, του νερού κ.λπ.)
2. το τέλος της θείας λειτουργίας
3. η έξοδος του σμήνους των μελισσών από την κυψέλη και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο σμήνος
4. ιατρ. τμήμα οστού που αποχωρίστηκε λόγω βλάβης και απομένει νεκρό
5. «απολύματα της σκεπής» — τα ξύλα που προεξέχουν στο γείσο του σπιτιού
αρχ.
1. ακαθαρσία
2. απόκριμα.