αρεστός
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρεστός, -ή, -όν)
αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος
αρχ.
αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω.
ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος
αρχ.
ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν ακόμη τα αρχ. ανθρωπωνύμια Αρεστοδώρα, Άρεστος, Αρχαρέστα, Θεάρεστος, Παντάρεστος].