θεάρεστος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
[ᾰ], ον, pleasing to God, Eustr.in EN35.34. Adv. θεαρέστως Sch.Iamb.Protr.13.
German (Pape)
[Seite 1190] Gott wohlgefällig, Sp., vgl. Lob. Phryn. 621; adv., desgl.
Greek (Liddell-Scott)
θεάρεστος: -ον, ἀρέσκων τῷ θεῷ, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM θεάρεστος, -ον)
1. (για πράξεις) αρεστός στον θεό, αγαθοεργός, ευσεβής («θεάρεστο έργο»)
2. (για ανθρώπους) ευσεβής, άνθρωπος που τα έργα του ευχαριστούν τον θεό.
επίρρ...
θεαρέστως και θεάρεστα (Μ θεαρέστως και θεάρεστα)
όπως αρέσει στον θεό, με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -αρεστός (< αρέσκω). πρβλ. δυσάρεστος, ευάρεστος].