αριθμητής

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀριθμητής) αριθμώ
αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι
νεοελλ.
1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός
2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή αποτύπωση αριθμών με αύξουσα σειρά.