ἀριθμητής

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριθμητής Medium diacritics: ἀριθμητής Low diacritics: αριθμητής Capitals: ΑΡΙΘΜΗΤΗΣ
Transliteration A: arithmētḗs Transliteration B: arithmētēs Transliteration C: arithmitis Beta Code: a)riqmhth/s

English (LSJ)

ἀριθμητοῦ, ὁ, calculator, Pl.Just.373b.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
calculador, contador Pl.Iust.373b, op. γεωμέτρης Hippol.Haer.6.28.1, encargado de redactar contratos, Ath.Scholast.Coll.14.3.

German (Pape)

[Seite 351] ὁ, der Rechner, Plat. de iust. 373 d.

Russian (Dvoretsky)

ἀριθμητής: οῦ ὁ подсчитыватель, счетчик Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριθμητής: -οῦ, ὁ, λογιστής, Τζέτζης εἰς Λυκόφρ. 980.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριθμητής) αριθμώ
αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι
νεοελλ.
1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός
2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή αποτύπωση αριθμών με αύξουσα σειρά.