αριστοτελικός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀριστοτελικός, -ή, -όν) Αριστοτέλης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Αριστοτέλη και στη φιλοσοφία του
2. ο οπαδός της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.