αρμοδιότητα

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

η (και -ότης, [-ότητος])
1. η δικαιοδοσία κάποιου λόγω της θέσης που κατέχει ή των ειδικών του γνώσεων σ' έναν τομέα
2. η ικανότητα, η καταλληλότητα.