αρπαχτός
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
Greek Monolingual
αρπαχτός, -ή, -ό (AM ἁρπακτός, -ή, -όν) αρπάζω
αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος
νεοελλ.
1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά
2. επίρρ. αρπαχτά
βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα
αρχ.
ο ριψοκίνδυνος.