αρραβωνιάζω

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀρραβωνιάζω)
1. τελώ τον αρραβώνα κάποιου
2. μέσ. (-ομαι) τελώ τον αρραβώνα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ.-μτγν.) αρραβωνίζομαι, κατά τα ρ. σε -ιάζω].