ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
ἀρρενωνυμῶ (-έω) (Μ)
μετατρέπω θηλυκό όνομα στο αρσενικό γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωνυμώ < -ώνυμος < όνυμα (αιολ. και δωρ. τ. του όνομα)].