αρρητοτρόπως

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

ἀρρητοτρόπως (Μ)
μυστηριωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + -τρόπως < τρόπος (πρβλ. ουτοτρόπως, ποικιλοτρόπως κ.ά.)].