αρτοσιτία

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ἀρτοσιτία, η (Α) αρτοσιτώ
το να τρώγει κανείς μόνο ψωμί.