αρτόκλασμα

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

ἀρτόκλασμα, το (Μ)
πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + κλάσμα < κλω(-άω) «κόβω, σπάζω»].