αρχαΐζω

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

ἀρχαΐζω)
νεοελλ.
μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες
αρχ.
1. μιμούμαι τους αρχαίους
2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος.
ΠΑΡ. αρχαϊσμός
νεοελλ.
αρχαϊστής].