αρχισυνάγωγος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

ἀρχισυνάγωγος, ο (Α)
ο αρχηγός της ιουδαϊκής συναγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + συναγωγή < συνάγω.