αρχοντιώ

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

ἀρχοντιῶ (-άω) (Μ) άρχων
ποθώ να γίνω άρχοντας ή να καταλάβω κάποια ανώτερη θέση.