αρχοντιώ

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

ἀρχοντιῶ (-άω) (Μ) άρχων
ποθώ να γίνω άρχοντας ή να καταλάβω κάποια ανώτερη θέση.