ασκίσιος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

-α, -ο ασκί
αυτός που διατηρείται μέσα σε ασκί («ασκίσιες ελιές», «ασκίσιο τυρί»).