ασκοπυτίνη

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source

Greek Monolingual

ἀσκοπυτίνη, η (Α)
δερμάτινο παγούρι για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πυτίνη, η «μπουκάλα, νταμιτζάνα»].