μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
ἀστιβής, -ές (Α)1. αυτός που δεν έχει πατηθεί, ο απάτητος2. ο ερημικός, ο αδιάβατος3. ο άβατος, ο ιερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»].