αστυκτηνίατρος
From LSJ
Greek Monolingual
ο, η
κτηνίατρος με αρμοδιότητες που ανήκουν στη δικαιοδοσία της Αστυκτηνιατρικής Υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + κτηνίατρος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή εκδόσεως 1833)].