αστόλιστος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀστόλιστος, -ον)
ο δίχως στολισμό
νεοελλ.
αυτός που δεν τον έχουν στολίσει με βρισιές και κατηγορίες.