ασυδοσία
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
η
1. απαλλαγή από τη συνεισφορά, ατέλεια
2. απεριόριστη και ανεξέλεγκτη ελευθερία σε λόγους ή πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασύδοτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδαμάντιο Κοραή].