ασυναίσθητος
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυναίσθητος, -ον) συναισθάνομαι
αυτός που δεν έχει συναίσθηση ή επίγνωση των λόγων ή των πράξεών του
νεοελλ.
(για πράξεις) αυτός που συντελείται χωρίς συναίσθηση.