ασυναίσθητος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυναίσθητος, -ον) συναισθάνομαι
αυτός που δεν έχει συναίσθηση ή επίγνωση των λόγων ή των πράξεών του
νεοελλ.
(για πράξεις) αυτός που συντελείται χωρίς συναίσθηση.