ασυνειδησία

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

η (Α ἀσυνειδησία)
προσωρινή ή διαρκής απώλεια της συνείδησης
νεοελλ.
1. έλλειψη ευσυνειδησίας, αδιαφορία για ηθικές ή νομικές υποχρεώσεις
2. ενέργεια ασυνείδητη, κακοήθης πράξη.