ασφαλίζω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
(AM ἀσφαλίζω και -ομαι) ασφαλής
1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο
2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω
3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω
4. κλείνω καλά, κλειδώνω
1