ασφαλτώνω

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

(Α ἀσφαλτῶ, -όω)
ασφαλτοστρώνω, επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα ασφάλτου.