ατμογόνος

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που παράγει ατμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].