αυγερινός

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source

Greek Monolingual

ο (Μ αὐγερινός)
το άστρο της αυγής, η Αφροδίτη (μσν. και ως «αὐγερινὸς ἀστήρ»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται την αυγή, ο πρωινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυγή (κατά τα εσπερινός, καθημερινός, σημερινός κ.ά.)].