αυριανός

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

και αυρινός, -ή, -ό (AM αὐρινός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει στο αύριο, στην επόμενη μέρα
νεοελλ.
1. μελλοντικός, απώτερος
2. το θηλ. ως ουσ. η αυριανή (ενν. ημέρα)
αύριο.