αυτοθάνατος

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

αὐτοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που αυτοκτόνησε, ο αυτόχειρας.