αυτοκτονώ
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Greek Monolingual
(Α αὐτοκτονῶ, -έω) αυτοκτόνος
νεοελλ.
1. φονεύω τον εαυτό μου, τερματίζω τη ζωή μου
2. μτφ. αυτοκαταστρέφομαι
αρχ.
φρ. «τώ ταλαιπώρω αὐτοκτονοῦν
τε» — σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο.